- ἀτενῶς
- ἀτενήςstretchedadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατενώς — επίρρ. τροπ. που χρησιμοποιείται ως παράγγελμα στη γυμναστική: «ατενώς!», σε ακινησία και προσοχή με τα μάτια να βλέπουν ίσια μπροστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατενής — ές (AM ἀτενής, ές) Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ ένα σημείο II. επίρρ. ατενώς 1. κατευθείαν, μπροστά αρχ. Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος 2. έντονος, ισχυρός 3. ευθύς 4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος 5. άκαμπτος,… … Dictionary of Greek
ARGIVI — populi Graeciae, ab Argis dicti, quorum est frequens mentio apud Poetas. Hesychius, Α᾿ργεῖοι, οἱ Ε῞λληνες. Argivi autem furacitatis olim ita notati sunt, ut ab illis adagium ortum sit, cuius meminit. Suidas, Α᾿ργεῖοι φῶρες, ἐπὶ τῶν προδίλως… … Hofmann J. Lexicon universale
έντρανος — ἔντρανος, ον (Μ) (για βλέμμα) Ι. εντρανής*, ατενής, στυλωμένος («όφθαλμοῑς ἐντράνοις θεάσασθαι») ΙΙ. επίρρ. ἔντρανον και ἐντρανῶς και ἐντράνως 1. ατενώς, επίμονα, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά … Dictionary of Greek
ασκαρδάμυκτος — ἀσκαρδάμυκτος, ον (Α) [σκαρδαμύσσω] 1. αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα 2. επίρρ. ἀσκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια, ατενώς … Dictionary of Greek
ατάρμυκτος — ἀτάρμυκτος, ον (Α) [ταρμύσσω] (για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς … Dictionary of Greek
προσατενίζω — Α βλέπω ατενώς προς κάτι («τῇ τοῡ Παύλου εἰκόνι προσατενίσας», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
στυλά — Ν επίρρ. με προσήλωση, ατενώς … Dictionary of Greek
ՊՇՆՈՒՄ — (պշեայ, պշուցեալ.) NBH 2 0658 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c չ. ՊՇՆՈՒՄ ἁτενίζω, ἁτενῶς ἁναβλέπω , κατανοέω, προσνοέω intentis oculis prospicio, contueor, adverto. որ եւ ՊՇՆԵԼ. (իբր ուշ ունել՝ դիտել որպէս պուշ կամ ապուշ). Յառիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)